αντιγραφέας

αντιγραφέας
[-εύς (-εως)] ο
1) переписчик; 2) копировщик; 3) плагиатор

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αντιγραφέας" в других словарях:

  • αντιγραφέας — ο 1. αυτός που αντιγράφει κείμενα, έγγραφα κτλ.: Για πολλά λάθη που υπάρχουν στα αρχαία κείμενα υπεύθυνοι είναι οι αντιγραφείς. 2. αυτός που αντιγράφει έργα τέχνης: Θεωρούνταν ο καλύτερος αντιγραφέας έργων τέχνης. 3. απομιμητής: Μερικοί από τους… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντιγραφέας — ο (ΜΑ ἀντιγραφεύς) νεοελλ. 1. πρόσωπο ή μηχάνημα που αντιγράφει κείμενα 2. καλλιτέχνης που φιλοτεχνεί αντίγραφα έργων τέχνης 3.μτφ. λογοκλόπος μσν. χαρτοφύλακας αρχ. 1. καταγραφέας και ελεγκτής δημόσιων εσόδων 2. πρακτικογράφος 3.αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ἀντιγραφέας — ἀντιγραφέᾱς , ἀντιγραφεύς checking masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανώνυμο ή ψευδώνυμο έργο — Τα αρχαιότερα λογοτεχνικά έργα δεν αναφέρουν το όνομα του συγγραφέα, ακόμα και αν σε μερικές περιπτώσεις είναι δυνατόν να διαπιστωθούν μέσα σε αυτά εκδηλώσεις που ανάγονται στην παρέμβαση μιας προσωπικότητας αξίας. Μέσα σε ένα τέτοιο πολιτιστικό… …   Dictionary of Greek

  • Έπαρχος, Αντώνιος — (Κέρκυρα 1492 – 1571). Λόγιος. Γόνος ευγενούς οικογένειας της Κέρκυρας, ο Έ. διακρίθηκε κυρίως ως δάσκαλος, αντιγραφέας, συλλέκτης και μεταπράτης χειρογράφων. Από το 1519 έως τον θάνατό του ήταν μέλος του συμβουλίου των ευγενών του νησιού. Με την …   Dictionary of Greek

  • αναγλυφάριος — ἀναγλυφάριος, ο (Α) [ἀναγλυφή] ο κατασκευαστής αναγλύφων, αντιγραφέας αναγλύφων …   Dictionary of Greek

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιογράφος — ο (AM βιβλιογράφος, Α και βιβλιαγράφος) νεοελλ. αυτός που ασχολείται συστηματικά με τη βιβλιογραφία αρχ. μσν. γραφέας ή αντιγραφέας χειρογράφων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίον + γράφος] …   Dictionary of Greek

  • καλλιγράφος — ο, η (AM καλλιγράφος, ὁ, ἡ Α θηλ. και καλλιγράφισσα) νεοελλ. ειδικός στην καλλιγραφία ή δάσκαλος τής καλλιγραφίας νεοελλ. μσν. αυτός που έχει ωραίο γραφικό χαρακτήρα, που γράφει πολύ ωραία μσν. αρχ. ικανός, επιδέξιος αντιγραφέας παπύρων και… …   Dictionary of Greek

  • μεταγραφέας — ο (ΑM μεταγραφεύς, έως) [μεταγράφω] νεοελλ. αυτός που μεταγράφει, που μεταβάλλει τη γραφή μιας λέξης μσν. αρχ. αντιγραφέας …   Dictionary of Greek

  • φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»